Του Javier Blas
Το αλουμίνιο είναι το κορυφαίο επενδυτικό στοίχημα του κλάδου της βιομηχανίας μετάλλων: είναι παντού, ευρισκόμενο στα θεμέλια της σύγχρονης ζωής, από ένα iPhone κι ένα αεροπλάνο μέχρι ένα κουτάκι μπύρας. Για πολύ καιρό, όμως, ήταν δύσκολο να είναι κανείς ενθουσιώδης γι’ αυτό.
Το μέταλλο αυτό είναι σκέτη “βρωμιά”: βωξίτης, ένα από τα πιο άφθονα στοιχεία στον φλοιό της Γης. Έτσι, οι “ταύροι” της αγοράς δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στο ότι οι τιμές θα ενισχύονταν εάν η Κίνα ξέμενε από αυτό, όπως συνέβη στην ασιατική χώρα σχεδόν με όλα τα υπόλοιπα commodities, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία παρήγαγε επίσης πολύ αλουμίνιο.
Κλιματική αλλαγή και εκτόξευση τιμών
Το σύνηθες αστείο στον κλάδο ήταν ότι για να βγάλεις χρήματα από το αλουμίνιο, έπρεπε να πουλάς όπως-όπως σε οποιοδήποτε ράλι των τιμών. Όχι πια. Η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής – με τον πυρετό που δημιούργησε για το ελαφρύ μέταλλο, σε συνδυασμό με το κλείσιμο των “βρώμικων” πηγών ενέργειας που βοηθούσαν στην παραγωγή του – έχουν ανατρέψει την κατάσταση. Η προσφορά πλέον δεν επαρκεί, ιδιαίτερα στην Κίνα. Το αποτέλεσμα είναι η πιο “καυτή” αγορά αλουμινίου τα τελευταία 30 χρόνια.
Η αύξηση των τιμών έχει σημασία ακριβώς λόγω της παρουσίας του αλουμινίου παντού στη σύγχρονη ζωή. Είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο μη σιδηρούχο μέταλλο, μπροστά και από τον χαλκό. Και επειδή χρησιμοποιείται παντού, το ράλι των τιμών θα χτυπήσει επίσης παντού, αυξάνοντας τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις και διαβρώνοντας τα περιθώρια πολλών κατασκευαστικών εταιρειών. Τα πάντα, από τις κυβερνητικές πολιτικές μέχρι τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και το τι πληρώνετε στο παντοπωλείο της γειτονιάς σας θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την τιμή του αλουμινίου.
Στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME), οι τιμές spot για το μέταλλο έχουν εκτιναχθεί πάνω από τα 3.300 δολάρια ανά μετρικό τόνο, για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 1988. Ακόμη χειρότερα, οι κατασκευαστές πληρώνουν εντυπωσιακές προσαυξήσεις πάνω από την τιμή του LME για να αποκτήσουν το μέταλλο σε φυσική μορφή. Για παράδειγμα, οι ευρωπαίοι καταναλωτές billets – μιας μορφής αλουμινίου που διαπραγματεύεται ευρέως – αντιμετωπίζουν ένα “καπέλο” περίπου 1.500 δολ. ανά τόνο, τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της περιόδου 2000-2020.
Η εκτίναξη δεν είναι προσωρινή
Είναι απίθανο να πρόκειται για μια παροδική κατάσταση. Στο παρελθόν, οι traders συνήθιζαν να πωλούν όταν οι τιμές ανέβαιναν πάνω από τα 2.500 δολάρια ο τόνος, ενώ αγόραζαν όταν οι τιμές έπεφταν κάτω από τα 2.000 δολάρια ο τόνος. Σήμερα, εξακολουθούν να αγοράζουν το μέταλλο και αφότου οι τιμές έχουν εκτοξευθεί πάνω από τα 3.000 δολ. ο τόνος. Εκείνο που κάποτε ήταν η οροφή μπορεί πλέον να αποτελεί το “πάτωμα”.
Ο κύριος ένοχος γι’ αυτό είναι η ηλεκτρική ενέργεια. Η μετατροπή του βωξίτη σε καθαρό μέταλλο είναι μια ενεργοβόρα διαδικασία. Κατά μέσο όρο, η παραγωγή ενός τόνου αλουμινίου χρειάζεται ίση ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας με εκείνη την οποία καταναλώνει μια μέση οικογένεια στις ΗΠΑ μέσα σε έναν χρόνο.
Γι’ αυτό τα χυτήρια αλουμινίου βρίσκονται εκεί όπου η ηλεκτρική ενέργεια είναι φθηνή: σε Καναδά και Σιβηρία της Ρωσίας, χάρη στην άφθονη υδροηλεκτρική τους ενέργεια, ή στην Ισλανδία, λόγω της γεωθερμικής της ενέργειας. Τα τελευταία 20 χρόνια, η Κίνα έχει γίνει, ωστόσο, η προτιμώμενη τοποθεσία λόγω των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής της με καύση άνθρακα, οι οποίοι παρήγαγαν εξαιρετικά φθηνή ηλεκτρική ενέργεια – με κόστος ως προς τη ρύπανση του πλανήτη.
Από το 2005, η Κίνα αντιπροσωπεύει σχεδόν το σύνολο της ικανότητας τήξης αλουμινίου στον κόσμο, φτάνοντας σε παγκόσμιο μερίδιο σχεδόν 58% το 2021 σε μια αγορά 67 εκατομμυρίων τόνων. Η Κίνα δεν αυξάνει πλέον την ικανότητα τήξης της, καθώς το Πεκίνο προσπαθεί να μειώσει τόσο την κατανάλωση ενέργειας όσο και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Πέρυσι, η Κίνα ανάγκασε στην πραγματικότητα δεκάδες μεταλλουργεία να μειώσουν την παραγωγή τους προκειμένου να εξοικονομηθεί ηλεκτρική ενέργεια, καθώς η χώρα αντιμετώπιζε ελλείψεις. Η αγορά περιμένει τώρα να δει εάν κάποιο από αυτά τα μεταλλουργεία θα ξαναλειτουργήσει μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Στην Ευρώπη, ορισμένα μεταλλουργεία μείωσαν επίσης την παραγωγή στα τέλη του 2021 λόγω των εξαιρετικά υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Η επιστροφή τους σε λειτουργία θα εξαρτηθεί από τις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η ζήτηση αυξάνεται – εν μέρει λόγω των μέτρων καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής. Το αλουμίνιο είναι το μέταλλο επιλογής προκειμένου τα οχήματα να γίνονται ελαφρύτερα – αυξάνοντας τα χιλιόμετρα ανά γαλόνι σε κινητήρες εσωτερικής καύσης ή επιμηκύνοντας την εμβέλεια της μπαταρίας στα ηλεκτρικά οχήματα. Όταν η Ford προσπάθησε να κάνει το δημοφιλές μοντέλο της F150 πιο αποδοτικό, αύξησε τη χρήση αλουμινίου στο σώμα του, εξοικονομώντας περίπου 317 κιλά ως προς το βάρος του. Για τους νέους πελάτες αλουμινίου, συμπεριλαμβανομένης της Tesla, η στάση “πρέπει όπωσδήποτε να έχουμε αυτό το μέταλλο” ωθεί τη ζήτηση ακόμη υψηλότερα.
Ετοιμαστείτε για παρατεταμένο ράλι
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αγορά αλουμινίου μετατράπηκε σε ελλειμματική κατά άνω του ενός εκατομμυρίου τόνους το 2021, μια τάση που είναι πιθανό να συνεχιστεί φέτος.
Το έλλειμμα μειώνει ραγδαία τα αποθέματα. Το 2014, τα αποθέματα LME του μετάλλου άγγιξαν υψηλό σχεδόν 5,5 εκατ. τόνων. Σήμερα, στο σημείο του 2022 στο οποίο βρισκόμαστε, έχουν πέσει κάτω από τους 800.000 τόνους. Τα αποθέματα στην Κίνα και αλλού επίσης υποχωρούν. Ο όμιλος συμβουλευτικής CRU εκτιμά ότι τα αποθέματα θα μπορούν να καλύψουν μόλις 36 ημέρες ζήτησης προς το τέλος του 2022, δηλαδή θα βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό.
Αν η Κίνα δεν αρχίσει να επανεκκινεί μέρος της εγχώριας παραγωγικής ικανότητάς της – ή εάν δεν κατασκευαστεί κάποιο νέο μεταλλουργείο κάπου αλλού στην Ασία – αργά ή γρήγορα η αγορά θα πρέπει να μειώσει τη ζήτηση. Τα αποθέματα απλώς δεν μπορούν να συνεχίσουν να εξαντλούνται με τον τρέχοντα ρυθμό για πολύ ακόμα.
Με την κατανάλωση πιο σταθερά υψηλή σε σχέση με το παρελθόν, το αποτέλεσμα είναι πιθανό να είναι πολύ υψηλότερες τιμές. Την τελευταία φορά που η αγορά είχε εξισορροπήσει την προσφορά στην κατάσταση των τιμών, το αλουμίνιο spot εκτινάχθηκε πάνω από τα 4.000 δολάρια ο τόνος. Πρόκειται για ένα επίπεδο σύγκρισης άξιο ιδιαίτερης προσοχής, έστω και 35 χρόνια μετά.
Πηγή: Capital